Κτησικλῆς

Κτησικλῆς
Κτησικλέης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κτησικλής — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζωγράφος (3oς αι. π.Χ.). Ένα από τα ωραιότερα έργα του ήταν ένας πίνακας που παρίστανε τη βασίλισσα Στρατονίκη με έναν ψαρά. Ο Κ. τον είχε ζωγραφίσει για να εκδικηθεί τη βασίλισσα, η οποία τον είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”